χτικιάρικος

χτικιάρικος
-η, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χτικιό: Έχει χτικιάρικο πρόσωπο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χτικιάρικος — η, ο, Ν [χτικιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χτικιάρη 2. το ουδ. ως ουσ. το χτικιάρικο α) παιδί που έχει προσβληθεί από φυματίωση β) παιδί εξασθενημένο, αδύνατο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”